- στοιχειό
- Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως φίδι, γουστέρα, ανθρωπάκος, αράπης κ.ά. Κατά κανόνα δεν είναι βλαπτικά όντα αλλ’ αντίθετα φέρνουν την ευτυχία. Γι’ αυτό πιστεύουν πως «όταν παρουσιαστεί τέτοιο ζώο, που φαίνεται πως είναι στοιχειό, είναι αμαρτία και δεν βγαίνει σε καλό, αν του κάμει κανείς τίποτε, γι’ αυτό το αφήνουν να πηγαίνει όπου θέλει και να κάνει ό,τι θέλει». Σπουδαία διαπραγμάτευση των λαϊκών παραδόσεων για τα σ., από λαογραφικής και εθνολογικής άποψης, έκανε ο Ν.Γ. Πολίτης, στο δεύτερο τόμο των Παραδόσεων του.
* * *το, Ν1. φυσική δύναμη μπροστά στην οποία ο άνθρωπος αισθάνεται δέος και νιώθει αδύναμος («κακό στοιχειό η θάλασσα»)2. (κατά λαϊκή πρόληψη) αόρατο υπερφυσικό ον, συνήθως κακοποιό, δαιμόνιο, τελώνιο, αερικό («ἀπ' το σούρπο τα στοιχειά βλέπαν την κακή νυχτιά», Ζερβ.)3. (λαογρ.) (ειδικά) ψυχή σκοτωμένου, πνεύμα που έχει προσηλωθεί με το χυμένο αίμα σε ένα μέρος, όπως λ.χ. σε ένα πηγάδι, σε ένα δέντρο, σε ένα κτίσμα, ιδίως ερειπωμένο, και είναι φύλακας και προστάτης του, ευεργετικό σε όσους τό αγαπούν, φοβερό όμως για όσους επιχειρούν να βλάψουν το μέρος εκείνο («κάθε τόπος έχει το στοιχειό του»)4. μτφ. άνθρωπος πολύ άσχημος, που έχει τη μορφή ή την εμφάνιση φαντάσματος και με μεγάλες διαστάσεις και ικανότητες, σκιάχτρο5. στον πληθ. τα στοιχειάοι δυνάμεις τής φύσης («και τα στοιχειά ανεκατωθούν και τ' αστρικά μανίσου», Ερωτόκρ.)6. φρ. «αγρίεψαν τα στοιχειά» — λέγεται για μεγάλη θύελλα, τρικυμία ή πλημμύρα από βροχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχείο, με καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα (πρβλ. θηρίο: θεριό), βλ. και λ. στείχω].
Dictionary of Greek. 2013.